- συναγελαστικός
- -ή, -όν, Α [συναγελάζομαι]1. (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι ζῷον», Ευστ.)2. (για πρόσ.) αυτός που ζει μαζί με άλλους, κοινωνικός («φύσει συναγελαστικὸν ζῷον γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», Νεμέσ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναγελαστικόνη συμβίωση σε αγέλες ή η ζωή μέσα σε κοινωνία.
Dictionary of Greek. 2013.